μανιώνω

μανιώνω
[μανία]
1. καταλαμβάνομαι από μανία, γίνομαι μανιακός, τρελαίνομαι
2. οργίζομαι πάρα πολύ, γίνομαι έξω φρενών
3. μέσ. μανιώνομαι
(για τα στοιχεία τής φύσης) επέρχομαι ορμητικά, βίαια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μανιώνω — μάνιωσα, μανιωμένος, βλ. μανιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάνιωτος — η, ο [μανιώνω] αυτός που δεν μάνιωσε, που δεν κατέχεται από οργή …   Dictionary of Greek

  • μάνιωμα — το [μανιώνω] μεγάλη αγανάκτηση, υπερβολικός θυμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”